οικόβιος

οικόβιος
οἰκόβιος, -ον (Α)
φρ. «οἰκόβιος δόξα» — δόξα περιορισμένη μέσα στα όρια τού οίκου, χωρίς ευρύτερη αναγνώριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + βίος (πρβλ. υδρόβιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οἰκόβιος — living at home masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”